H Jaguar motorsport έχει ταξιδέψει από τις στροφές και τις φουρκέτες του Alpine Rally στο βάθρο των νικητών του Le Mans και ενδυναμώνεται το 2016 στη σκηνή της Formula E. Ώρα να επιστρέψουμε και να δούμε πέντε από τις σπουδαιότερες στιγμές στην ιστορία μηχανοκίνητου αθλητισμού της Jaguar.
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η XK120 έβαλε την Jaguar στο χάρτη. Εξοπλισμένη με εξακύλινδρο κινητήρα σε σειρά με διπλό εκκεντροφόρο επί κεφαλής, αποτέλεσε ένα σπουδαίο αγωνιστικό δρόμου – και ήταν το ταχύτερο αυτοκίνητο παραγωγής της εποχής του.
Η ΧΚ120 με τον αριθμό κυκλοφορίας NUB120 ήταν ίσως η πιο γνωστή αγωνιστική XK120. Με οδηγό τον Ian Appleyard, με την σύζυγο του Patricia «Pat» Lyons, ως συνοδηγό του, πήγε στις Άλπεις στο Alpine Rally του 1950: ένας αγώνας δρόμου αντοχής που διέσχιζε πολλές χώρες μέσα από επίβουλα ορεινά περάσματα. Συνέχισε μέχρι τη νίκη.
Αυτή ήταν η πρώτη από τις τρεις διαδοχικές νίκες της XK120, με τον Appleyard και τη σύζυγό του να επαναλαμβάνουν το ίδιο κατόρθωμα το 1951 και το 1952 με αποτέλεσμα να κατακτήσουν το Coup d'Or, μία από τις μόνο τρεις φορές που αυτό έγινε στα 39 χρόνια ζωής του Alpine Rally.
Ενώ η XK120 κυρίευε τα βουνά, η πίστα βρισκόταν υπό τον έλεγχο της XK120C – πιο γνωστή ως C‑type. Η C‑type μεταμόσχευσε τα μηχανικά μέρη της XK120 στην καρδιά ενός καθαρόαιμου αγωνιστικού αυτοκινήτου Jaguar, με ελαφρύ πλαίσιο με πολλαπλούς σωλήνες σχεδιασμένο από τον μηχανικό Bob Knight, μαζί με ένα εξακύλινδρο κινητήρα 3,4 λίτρων σε σειρά με απόδοση 202,8 PS.
Η C-type πέτυχε την πρώτη νίκη της Jaguar στο Le Mans υπό τον Peter Walker και τον Peter Whitehead το 1951. Ανάμεσα στη C-type και στη διάδοχό της, την D-type, θα υπάρξουν τέσσερις ακόμη νίκες μέσα στα επόμενα μόλις επτά χρόνια. Οι 24 ώρες του Le Mans έμελλε να είναι ευχάριστη νότα στον μηχανοκίνητο αθλητισμό για την Jaguar.
Το Le Mans του 1953 ήταν ίσως μία από τις πιο επιτυχημένες στιγμές της C‑type. Χάρη στα καινοτομικά τους δισκόφρενα, μπορούσαν να επιβραδύνουν ταχύτερα από οποιοδήποτε άλλο αυτοκίνητο μετά την ευθεία Mulsanne μήκους 5,6 χιλιομέτρων, συχνά από ταχύτητες 240 km/h. Το αυτοκίνητο που πήρε τη νίκη, η C‑type που οδηγούσαν ο Duncan Hamilton και ο Ταγματάρχης Tony Rolt, πέτυχε μέση ταχύτητα 105 mph (169 km/h) - η πρώτη φορά που ο αγώνας του Le Mans είχε ολοκληρωθεί με τριψήφια (σε mph) ταχύτητα. Οι C‑type κέρδισαν την πρώτη, τη δεύτερη, την τέταρτη και την ένατη θέση.
Κατά το 1954, έφτασε η D‑type. Ακριβώς όπως η C-type είχε γίνει πρωτοπόρος με τα καινοτομικά της δισκόφρενα, η D‑type ήταν η πρώτη σοβαρή χρήση της κατασκευής μονοκόκ στον μηχανοκίνητο αθλητισμό. Αποτελώντας μια όμορφη εξέλιξη της προκατόχου της, ήταν ακόμα πιο αεροδυναμική – χάρη στον σχεδιαστή Malcolm Sayer.
Κατά τη διάρκεια των δοκιμών στο Le Mans την άνοιξη του 1954, η D‑type κατάφερε να καταρρίψει το ρεκόρ γύρων κατά πέντε δευτερόλεπτα. Υπήρχαν πολλές ελπίδες για τον αγώνα εκείνης της χρονιάς Οι ελπίδες ήταν υψηλές όταν ήρθε η κούρσα εκείνου του έτους – και πήρε τη δεύτερη θέση παρά το γεγονός ότι τα πειραματικά φίλτρα καυσίμου προκάλεσαν την εγκατάλειψη δύο από τις τρεις D‑type. Το 1955, πήρε τελικά τη νίκη.
Το 1956, οι D‑type της ομάδας της Jaguar δεν ανέβηκαν στο βάθρο, αλλά η Σκωτσέζικη ομάδα Ecurie Ecosse – που αγωνιζόταν επίσης με D‑type – κατάφερε να ξεπεράσει τον ανταγωνισμό κερδίζοντας τη νίκη. Η εργοστασιακή ομάδα της Jaguar αποσύρθηκε από τους αγώνες μετά το 1956, αλλά το σερί νικών της D‑type συνεχίστηκε υπό την ομάδα Ecurie Ecosse και την αμερικανική ομάδα Briggs Cunningham. Το 1957, οι Σκωτσέζοι πέτυχαν νίκη πρώτης-δεύτερης θέσης, με τις D‑type να τερματίζουν και στην τρίτη, την τέταρτη και την έκτη θέση. Σαν να μην έφτανε αυτό, μία από αυτές έσπασε και το ρεκόρ ταχύτητας της πίστας, με ταχύτητα 287,7 km/h στην ευθεία Mulsanne.
Αν και δεν ήταν κατασκευασμένες με σκοπό να γίνουν αγωνιστικά αυτοκίνητα, οι Mark I και II αρίστευσαν στις πίστες των αυτοκινήτων τουρισμού – όπου τα καθημερινά αυτοκίνητα δρόμου πετύχαιναν ελάχιστες διαφορές. Οι αγώνες αυτοί ανέβασαν τη φήμη των μικρών σεντάν της Jaguar υπό ιδιωτικές ομάδες, με επιτυχίες στο British Saloon Car Championship (BSCC) μεταξύ 1958 και 1963. Κατά το διάστημα αυτό, οι Jaguars δεν κέρδιζαν μόνο τους περισσότερους αγώνες, αλλά επίσης έπαιρναν συχνά και τη δεύτερη και την τρίτη θέση. Οι Jaguars ήταν επιτυχημένες και στην Ευρώπη επίσης, με επιτυχία στον αγώνα σε δρόμο Tour de France Automobile, όπου κέρδιζαν την κατηγορία Touring Car από το 1959 μέχρι και το 1963.
Η εξέλιξη της XJR ξεκίνησε υπό τον Bob Tullius της Group 44 Racing, που είχε προηγούμενες επιτυχίες στην Αμερική με τη δική τους E‑type V12 Series 3 και με προετοιμασμένα για αγώνες αυτοκίνητα XJ-S.
Γεννημένη το 1982, η XJR-5 ήταν ένα αγωνιστικό πρωτότυπο με κινητήρα V12 κεντρικά τοποθετημένο με μονοκόκ από αλουμίνιο κυψελοειδούς δομής, κεντρικά τοποθετημένο κινητήρα και κατοχυρωμένη βαφή με πράσινο και λευκό. Τερμάτισε τρίτη στο αγωνιστικό της ντεμπούτο και ξεκίνησε την ανάπτυξη του προγράμματος του πρωτότυπου XJR.
Το 1986, το πρόγραμμα του πρωτοτύπου μεταφέρθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο υπό τη Βρετανική ομάδα της Tom Walkinshaw Racing (TWR), που είχε παρελθόν με μια αγωνιστική XJ-S στο Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα αυτοκινήτων τουρισμού (European Touring Car Championship - ETCC). Η TWR και η XJR-8 αποδείχτηκαν ένας σχεδόν ανίκητος συνδυασμός, κερδίζοντας οκτώ από τους δέκα αγώνες αλλά και το πρωτάθλημα οδηγών και το πρωτάθλημα ομάδων το 1987. Η επόμενη εξέλιξη, η XJR-9 – με κινητήρα πλέον 7,0 λίτρων και απόδοσης 760,6 PS – έφτασαν να κερδίσουν έξι από τους έντεκα αγώνες. Η Jaguar επέστρεψε στην κορυφή του βάθρου των νικητών του Le Mans για πρώτη φορά από το 1957.
η TWR υιοθέτησε έναν υπερτροφοδοτούμενο V6 για τη σεζόν του 1989, τον κινητήρα που θα βρισκόταν τελικά τοποθετημένος στο supercar XJ220. Ωστόσο, μόνο μετά την XJR-12 και τον κινητήρα της V12, κατάφερε η Jaguar να εξασφαλίσει και πάλι νίκη στο Le Mans, επιτυγχάνοντας τερματισμό σε πρώτη-δεύτερη θέση το 1990.
Και τώρα, η αγωνιστική ιστορία της Jaguar πρόκειται να συνεχιστεί. Μετά την εμπειρία στην πίστα της Formula 1 στις αρχές της δεκαετίας του 2000 – με καλύτερα αποτελέσματα τις τρίτες θέσεις του Eddie Irvine στο Μονακό το 2001 και στην Ιταλία το 2002 – η Jaguar επιστρέφει φέτος στην αγωνιστική σκηνή.
Η Formula E δίνει έμφαση στην καινοτομική τεχνολογία και είναι η ιδανική πλατφόρμα για να δοκιμαστούν ηλεκτρικές τεχνολογίες και να ακονιστεί η τεχνογνωσία για το μέλλον των αυτοκινήτων της Jaguar. Η πρώτη ομάδα Formula E της Jaguar πρόκειται να μπει στο πρωτάθλημα τη σεζόν 2016-17.